- λαθρεπιβάτης
- οθηλ. -ισσα αυτός που ταξιδεύει παράνομα ή περνάει τα σύνορα χωρίς διαβατήριο: Πολλοί πρόσφυγες διαφεύγουν από τη χώρα τους ταξιδεύοντας ως λαθρεπιβάτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.